7 Μαΐου 2009. Το Σπίτι της Κύπρου, Αθήνα
ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΕΛΛΗΝΙΖΩΝ. Όπως η Κύπρος, όπως ο Δημήτρης, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, που πάει σε Αγγλικό σχολείο και αγαπάει τα ποιήματα του T.S.Eliot - που από την μια πλευρά θαυμάζει και εκτιμά τους Άγγλους και από την άλλη πλευρά κατηγορεί την αποικιοκρατική τους στάση, την βία και την φαρισαϊκή τους πίστη ότι, ό,τι κάνουν στους Κύπριους το κάνουν για το καλό τους. Ο Δημήτρης ερωτεύεται μια Αγγλίδα, την Άννα, αλλά εκτιμά και θαυμάζει την Κύπρια την Φροσσού, που δεν έχει την ατυχία να είναι ανάμεσα σε δυο πολιτισμούς, να λατρεύει και την ιστορία και την φύση της Κύπρου, και την πλούσια παράδοση της Αγγλίας.
Ο Δημήτρης είναι ένας έξυπνος και μορφωμένος 'εστέτ' που δεν μπορεί να γίνει ήρωας και μάρτυρας για την μια πατρίδα, ούτε να καταδικάσει ολόψυχα την άλλην.
Όταν διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα για την Κύπρο της δεκαετίας του 50, σκεφτόμαστε το ρόλο που έπαιξε ή δεν έπαιξε η Αγγλία: τον πόλεμο, την εισβολή, την τρομοκρατία, και αυτό μας φέρνει στα πιο πρόσφατα γεγονότα: στο Ιράκ, στο φαρισαϊσμό, πάλι, της Αγγλικής αποικιοκρατικής νοοτροπίας που λέει ότι "εμείς ξέρουμε τι θα ήταν το καλύτερο για σας". Σκεπτόμαστε πάλι, την αγανάκτηση και το θυμό των ανθρώπων που δεν έχουν την ελευθερία να αποφασίσουν το δικό τους μέλλον.
Μέσα σ’ αυτήν την πραγματικότητα βρίσκεται ο Δημήτρης, ή με άλλα λόγια βρίσκεται ο συγγραφέας μας ο Μιλτιάδης Χατζόπουλος, ιστορικός και "δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη", Κυπριακή, Ελληνική, Γαλλική και Αγγλική. Τι έχει να προσφέρει σε εμάς, τους αναγνώστες; Πώς μπορεί να μας βοηθήσει; και όταν λέω εμάς, εννοώ την Αγγλίδα που προσπαθεί να καταλάβει καλύτερα τον Κύπριο, και τον Κύπριο που θα ήθελε να την συγχωρέσει. Το 1956 ο πατέρας μου ο Francis κανόνισε μια συνάντηση στο σπίτι του Αγγλικανού ιερέα στην Λευκωσία, μεταξύ του Harding και του Μακάριου - τους κάλεσε και τους δυο με την βοήθεια του τότε Αγγλικανού ιερέα να πιούνε ένα ποτό με την ησυχία τους μακριά από τους δημοσιογράφους και τους πολιτικούς. Ο Μακάριος δεν ήπιε τίποτα, και μάλλον ούτε και ο Harding. Ο Μακάριος δεν έβγαλε το καλυμμαύχι του, σημάδι ότι δεν ένοιωθε άνετα. Ο Harding φέρθηκε ψυχρά. Η κουβέντα δεν κυλούσε - η καχυποψία που είχε ο ένας για τον άλλον δεν υποχωρούσε. Απέτυχε ο πατέρας μου, αλλά τουλάχιστον είχε κάνει μια προσπάθεια και ο λόγος ήταν ότι ήξερε και τους δυο ως ανθρώπους, τους καταλάβαινε και τους δυο, και έβλεπε ότι και οι δυο τους είχαν την άποψη και την λογική τους. Ο πατέρας μου, και αυτός, "εν μέρει Ελληνίζων".
Τώρα αν μου επιτρέπεται, θα ήθελα να προσθέσω και τον παππού μου, τον Φίλιππο, που το 1974 έγραψε ένα βιβλίο σχετικά με τους νέο-Έλληνες κάτι στο οποίο τον οδήγησαν η τότε εισβολή στην Κύπρο και η αδιαφορία της Αγγλίας. Η αγάπη του για την Ελλάδα ήταν απεριόριστη, όπως είναι η δίκη μου. Κρατούσε ακόμη τις ελπίδες που βρήκαν έκφραση όταν ήταν ο ίδιος στην Γενεύη, στην Κοινωνία των Εθνών, από το 1920 έως το 1925. Οι ελπίδες αυτές ήταν για την επίλυση των διαφορών ανάμεσα στα κράτη, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Και τότε είχε γίνει μια προσπάθεια που συνολικά απέτυχε, με την εξαίρεση της Κέρκυρας το 1923. Όταν πέθανε ο παππούς μου το 1982, σκέφτηκα ότι κάτι πρέπει να τους έλειπε τότε στην Γενεύη - τι έλειπε; Είχαμε τους πανέξυπνους νομικούς του διεθνούς δικαίου. Είχαμε διαπρεπείς πολιτικούς, ένας από τους οποίους ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Όλοι αυτοί δεν κατάφεραν να κάνουν μια αλλαγή. Γιατί; Ίσως επειδή δεν ακούσαμε τον Δημήτρη. Δεν είχαμε μαζί μας την φωνή της Φροσσούς, δεν ξέραμε πώς να καταλάβουμε τον Μακάριο, αλλά σημαντικότερα, δεν φτάνει μέχρι την Αγγλία ακόμη και τώρα, η φωνή των άλλων - η φωνή που μας έρχεται μέσα από τα μυθιστορήματα, από την ποίηση, από την ιστορία, που σίγα-σιγά αλλάζει τις προκαταλήψεις και δημιουργεί μέσα μας το σεβασμό και την αγάπη μιας άλλης χώρας. Θέλουμε την βοήθεια του συγγραφέα, όταν δεν μπορούμε οι ίδιοι να ταξιδέψουμε με τα ματιά ανοιχτά, για να μυρίσουμε το άρωμα της ξένης γης, για να γνωρίσουμε τα χαμόγελα και τα παράπονα των κατοίκων της, και να θαυμάσουμε τα κάστρα και τα αγάλματα που μας μιλούν για την ιστορία των χωρών αυτών, και μας πείθουν ότι ποτέ, ποτέ δεν θα μπορούμε να τους κάνουμε κακό.
Κύριε Χατζόπουλε, εκ μέρους των Άγγλων, σας ευχαριστώ.